Με τον όρο Αζτέκοι εννοούνται συγκεκριμένες φυλετικές ομάδες οι οποίες κατοικούσαν στο κεντρικό Μεξικό, και ιδίως όσοι μιλούσαν την γλώσσα νάουατλ και κυριάρχησαν σε μεγάλα τμήματα της κεντρικής Αμερικής από τον 14ο μέχρι τον 16 αιώνα. Η λέξη aztecatl (πληθυντικός aztecah) σημαίνει, στα νάουατλ, «άνθρωποι από το Αζτλάν», έναν μυθολογικό τόπο-αφετηρία για τους ομιλούντες την νάουατλ, και στην συνέχεια υιοθετήθηκε για να περιγράψει την φυλή των Μεσίκα (Mexica), η οποία αποίκισε την κοιλάδα του Μεξικού και ίδρυσε τις ακμάζουσες πόλεις Τενοτστιτλάν (Tenochtitlan) και Τλατελόλκο (Tlatelolco). Συχνά ο όρος Αζτέκοι αναφέρεται αποκλειστικά στην φυλή των Μεσίκα της Τενοτστιτλάν, στην λίμν Τεξκόκο (Texcoco), στην τοποθεσία της σημερινής Πόλης του Μεξικού (Ciudad de México) - λαός ο οποίος αυτό-αποκαλούνταν Mēxihcah Tenochcah ή Cōlhuah Mexihcah.
Μερικές φορές ο όρος Αζτέκος περιλαμβάνει τους Ακολούα (Acolhua) από την πόλη Τεξκόκο και τους Τεπανέκους (Tepanec) από την πόλη Τλακόπαν (Tlacopan), τις δύο πόλεις-κράτη οι οποίες μαζί με την Τενοτστιτλάν των Μεσίκα ίδρυσαν την αποκαλούμενη Τριπλή Συμμαχία (Altec Triple Alliance, νάουατλ: Ēxcān Tlahtōlōyān)· η τελευταία, στο πέρασμα των χρόνων, έμεινε γνωστή ως Αυτοκρατορία των Αζτέκων, και κυριάρχησε στην λεκάνη του Μεξικού. Σε ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, ο όρος Αζτέκος μπορεί επίσης να αναφέρεται σε όλους τους ιθαγενείς λαούς και τις πόλεις-κράτη οι οποίοι μοιράζονταν μεγάλο μέρος της φυλετικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας με τους Μεσίκα, τους Ακολούα και τους Τεπανέκους, και χρησιμοποιούσαν την νάουατλ σαν lingua franca. Υπό αυτό το πρίσμα είναι εφικτό να ορίσουμε των πολιτισμό των Αζτέκων ως το σύνολο των διαφορετικών πολιτιστικών γνωρισμάτων όλων των φυλών που κατοίκησαν στο κεντρικό Μεξικό κατά την διάρκεια της μετακλασικής περιόδου.
Από τον 13ο αιώνα, η κοιλάδα του Μεξικού εξελίχθηκε στο κέντρο της αυτοκρατορίας των Αζτέκων: εκεί χτίστηκε η πρωτεύουσα Τενοτστιτλάν, πάνω σε νησάκια μέσα στην λίμνη Τεξκόκο. Η ηγεμονία της Τριπλής Συμμαχίας επεκτάθηκε πέραν των συνόρων της κοιλάδας του Μεξικού, μέσω επεκτατικών πολέμων, μετατρέποντας όλα τα μικρότερα κράτη σε φόρου υποτελή στην Τενοτστιτλάν. Στο απόγειό του, ο πολιτισμός των Αζτέκων είχε να επιδείξει πλούσια και σύνθετη μυθολογική και θρησκευτική παράδοση, όπως επίσης και αξιοπρόσεκτα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες. Το 1521, ο Ερνάν Κορτές (Hernán Cortés, 1485 - 1547), με την αρωγή συμμαχικών προς αυτόν ιθαγενών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει την Τενοτστιτλάν και να καταλύσει την ηγεμονία του Huey Tlatoani (ο κυβερνήτης της πόλης στα νάουατλ) Μοντεζούμα B΄ (Mocteluma II, 1466 - 1520). Στην συνέχεια οι Ισπανοί κατακτητές θεμελίωσαν την Πόλη του Μεξικού στα ερείπια της Τενοτστιτλάν, και από εκεί ξεκίνησαν τον αποικισμό της Κεντρικής Αμερικής.
Η ιστορία και οι παραδόσεις των Αζτέκων έχουν έρθει στο φως μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης, από ανασκαφές σε τοποθεσίες όπως στον ναό Τέμπλο Μαγιόρ (Templo Mayor) στην Πόλη του Μεξικού· επίσης μέσω κωδίκων από φλοιό δέντρων, γραμμένων από αυτόχθονες πληθυσμούς, καθώς και από προσωπικές μαρτυρίες Ισπανών conquistador, όπως του Ερνάν Κοτρές και του Μπερνάλ Ντίαθ ντελ Καστίγιο (Bernal Díal del Castillo, 1492/98 - 1584). Πρωταγωνιστικό ρόλο όμως στην κατανόηση του πολιτισμού των Αζτέκων έπαιξαν αρκετά χειρόγραφα Ισπανών μοναχών και ιθαγενών λογίων του 16ου και 17ου αιώνα, γραμμένα στην ισπανική και νάουατλ γλώσσα, στα οποία κυριαρχούν οι περιγραφές της κουλτούρας και των συνηθειών των γηγενών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου κώδικα, είναι ο περίφημος Φλωρεντιανός Κώδικας ή Κώδικας της Φλωρεντίας (Florentine Codex), του Φραγκισκανού μοναχού Μπερναρδίνο ντε Σααγούν (Bernardino de Sahagún, 1499 - 1590). Σε συνεργασία με Αζτέκους μαθητές του, ο Μπερναντίνο διεξήγαγε έρευνα, οργάνωσε τα ντοκουμέντα, έγραψε και επιμελήθηκε τα ευρήματά του που ξεκινούν από το 1545, μέχρι το θάνατό του το 1590. Τεκμηριώνει την κουλτούρα, τη θρησκευτική κοσμολογία (κοσμοθεωρία) και τις τελετουργικές πρακτικές, την κοινωνία, την οικονομία, και τη φυσική ιστορία του λαού των Αζτέκων.
Όταν χρησιμοποιείται για εθνοτικές ομάδες, ο όρος «Αζτέκος» αναφέρεται σε διάφορους ομιλούντες νάουατλ λαούς του κεντρικού Μεξικού, την μετακλασική περίοδο της μεσοαμερικανικής ιστορίας, και κυρίως στους Μεσίκα, τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας που χτίστηκε γύρω από την Τενοτστιτλάν. Ο όρος επίσης αναφέρεται σε άλλες δύο εθνοτικές ομάδες που ζούσαν στα παράλια της λίμνης Τεξκόκο, τους Ακολούα και τους Τεπανέκους, οι οποίοι μαζί με τους Μεσίκα ίδρυσαν την Αυτοκρατορία των Αζτέκων. Γλωσσολογικά, χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα ο όρος «αζτέκικες» για να περιγράψει μία οικογένεια τουλάχιστον 30 αυτόχθονων γλωσσών από τις βορειοδυτικές Η.Π.Α. μέχρι και το Μεξικό, με το όνομα γιουτο-αζτέκικες (Uto-Aztecan, το πρώτο συνθετικό προέρχεται από την γλώσσα Ute της Γιούτα), μέσα στις οποίες περιέχονται η νάουατλ καθώς και οι συγγενικές σε αυτήν ποτσουτέκικη (Pochutec) και πίπιλ (Pipil).
Για τους Αζτέκους, αυτός ο όρος δεν χρησιμοποιείτο ως ενδώνυμο για καμία συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Αντιθέτως, ήταν ένας ευρύτερος εννοιολογικά όρος, ο οποίος περιλάμβανε διάφορες εθνοτικές ομάδες (μερικές από τις οποίες δεν μιλούσαν την νάουατλ), οι οποίες θεωρούσαν ότι κατάγονταν από το μυθολογικό Αζτλάν (Aztlán). Στην γλώσσα νάουατλ, λέξη aztecatl σημαίνει «άνθρωπος από το Αζτλάν». Η σύγχρονη χρήση του όρου «Αζτέκος» καθιερώθηκε από τον Γερμανό φυσιοδίφη Αλεξάντερ φον Χούμπολτ (Alexander von Humboldt, 1769 - 1859) το 1810, για να περιγράψει όλους τους λαούς που σχετίζονταν μέσω εμπορίου, παραδόσεων, θρησκείας και γλώσσας με τους Μεσίκα και την Τριπλή Συμμαχία. Το 1843, μέσω του έργου του Αμερικάνου ιστορικού Ουίλιαμ Πρέσκοτ (William H. Prescott, 1796 - 1859), ο όρος «Αζτέκος» υιοθετήθηκε από την πλειονότητα του κόσμου, ανάμεσά τους και από όλους τους Μεξικανούς λόγιους, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να ξεχωρίσουν τους σύγχρονους Μεξικανούς από τους Μεξικανούς προ της Ισπανικής κατάκτησης. Αυτή η χρήση έχει γίνει πεδίο διαμάχης τα τελευταία χρόνια, αν και ο όρος «Αζτέκος» παραμένει περισσότερο συνηθισμένος.
Μερικές φορές ο όρος Αζτέκος περιλαμβάνει τους Ακολούα (Acolhua) από την πόλη Τεξκόκο και τους Τεπανέκους (Tepanec) από την πόλη Τλακόπαν (Tlacopan), τις δύο πόλεις-κράτη οι οποίες μαζί με την Τενοτστιτλάν των Μεσίκα ίδρυσαν την αποκαλούμενη Τριπλή Συμμαχία (Altec Triple Alliance, νάουατλ: Ēxcān Tlahtōlōyān)· η τελευταία, στο πέρασμα των χρόνων, έμεινε γνωστή ως Αυτοκρατορία των Αζτέκων, και κυριάρχησε στην λεκάνη του Μεξικού. Σε ευρύτερο ερμηνευτικό πλαίσιο, ο όρος Αζτέκος μπορεί επίσης να αναφέρεται σε όλους τους ιθαγενείς λαούς και τις πόλεις-κράτη οι οποίοι μοιράζονταν μεγάλο μέρος της φυλετικής και πολιτιστικής τους ταυτότητας με τους Μεσίκα, τους Ακολούα και τους Τεπανέκους, και χρησιμοποιούσαν την νάουατλ σαν lingua franca. Υπό αυτό το πρίσμα είναι εφικτό να ορίσουμε των πολιτισμό των Αζτέκων ως το σύνολο των διαφορετικών πολιτιστικών γνωρισμάτων όλων των φυλών που κατοίκησαν στο κεντρικό Μεξικό κατά την διάρκεια της μετακλασικής περιόδου.
Από τον 13ο αιώνα, η κοιλάδα του Μεξικού εξελίχθηκε στο κέντρο της αυτοκρατορίας των Αζτέκων: εκεί χτίστηκε η πρωτεύουσα Τενοτστιτλάν, πάνω σε νησάκια μέσα στην λίμνη Τεξκόκο. Η ηγεμονία της Τριπλής Συμμαχίας επεκτάθηκε πέραν των συνόρων της κοιλάδας του Μεξικού, μέσω επεκτατικών πολέμων, μετατρέποντας όλα τα μικρότερα κράτη σε φόρου υποτελή στην Τενοτστιτλάν. Στο απόγειό του, ο πολιτισμός των Αζτέκων είχε να επιδείξει πλούσια και σύνθετη μυθολογική και θρησκευτική παράδοση, όπως επίσης και αξιοπρόσεκτα επιτεύγματα στην αρχιτεκτονική και τις τέχνες. Το 1521, ο Ερνάν Κορτές (Hernán Cortés, 1485 - 1547), με την αρωγή συμμαχικών προς αυτόν ιθαγενών φυλών, κατάφερε να κατακτήσει την Τενοτστιτλάν και να καταλύσει την ηγεμονία του Huey Tlatoani (ο κυβερνήτης της πόλης στα νάουατλ) Μοντεζούμα B΄ (Mocteluma II, 1466 - 1520). Στην συνέχεια οι Ισπανοί κατακτητές θεμελίωσαν την Πόλη του Μεξικού στα ερείπια της Τενοτστιτλάν, και από εκεί ξεκίνησαν τον αποικισμό της Κεντρικής Αμερικής.
Η ιστορία και οι παραδόσεις των Αζτέκων έχουν έρθει στο φως μέσω της αρχαιολογικής σκαπάνης, από ανασκαφές σε τοποθεσίες όπως στον ναό Τέμπλο Μαγιόρ (Templo Mayor) στην Πόλη του Μεξικού· επίσης μέσω κωδίκων από φλοιό δέντρων, γραμμένων από αυτόχθονες πληθυσμούς, καθώς και από προσωπικές μαρτυρίες Ισπανών conquistador, όπως του Ερνάν Κοτρές και του Μπερνάλ Ντίαθ ντελ Καστίγιο (Bernal Díal del Castillo, 1492/98 - 1584). Πρωταγωνιστικό ρόλο όμως στην κατανόηση του πολιτισμού των Αζτέκων έπαιξαν αρκετά χειρόγραφα Ισπανών μοναχών και ιθαγενών λογίων του 16ου και 17ου αιώνα, γραμμένα στην ισπανική και νάουατλ γλώσσα, στα οποία κυριαρχούν οι περιγραφές της κουλτούρας και των συνηθειών των γηγενών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τέτοιου κώδικα, είναι ο περίφημος Φλωρεντιανός Κώδικας ή Κώδικας της Φλωρεντίας (Florentine Codex), του Φραγκισκανού μοναχού Μπερναρδίνο ντε Σααγούν (Bernardino de Sahagún, 1499 - 1590). Σε συνεργασία με Αζτέκους μαθητές του, ο Μπερναντίνο διεξήγαγε έρευνα, οργάνωσε τα ντοκουμέντα, έγραψε και επιμελήθηκε τα ευρήματά του που ξεκινούν από το 1545, μέχρι το θάνατό του το 1590. Τεκμηριώνει την κουλτούρα, τη θρησκευτική κοσμολογία (κοσμοθεωρία) και τις τελετουργικές πρακτικές, την κοινωνία, την οικονομία, και τη φυσική ιστορία του λαού των Αζτέκων.
Όταν χρησιμοποιείται για εθνοτικές ομάδες, ο όρος «Αζτέκος» αναφέρεται σε διάφορους ομιλούντες νάουατλ λαούς του κεντρικού Μεξικού, την μετακλασική περίοδο της μεσοαμερικανικής ιστορίας, και κυρίως στους Μεσίκα, τους ηγεμόνες της αυτοκρατορίας που χτίστηκε γύρω από την Τενοτστιτλάν. Ο όρος επίσης αναφέρεται σε άλλες δύο εθνοτικές ομάδες που ζούσαν στα παράλια της λίμνης Τεξκόκο, τους Ακολούα και τους Τεπανέκους, οι οποίοι μαζί με τους Μεσίκα ίδρυσαν την Αυτοκρατορία των Αζτέκων. Γλωσσολογικά, χρησιμοποιείται μέχρι και σήμερα ο όρος «αζτέκικες» για να περιγράψει μία οικογένεια τουλάχιστον 30 αυτόχθονων γλωσσών από τις βορειοδυτικές Η.Π.Α. μέχρι και το Μεξικό, με το όνομα γιουτο-αζτέκικες (Uto-Aztecan, το πρώτο συνθετικό προέρχεται από την γλώσσα Ute της Γιούτα), μέσα στις οποίες περιέχονται η νάουατλ καθώς και οι συγγενικές σε αυτήν ποτσουτέκικη (Pochutec) και πίπιλ (Pipil).
Για τους Αζτέκους, αυτός ο όρος δεν χρησιμοποιείτο ως ενδώνυμο για καμία συγκεκριμένη εθνοτική ομάδα. Αντιθέτως, ήταν ένας ευρύτερος εννοιολογικά όρος, ο οποίος περιλάμβανε διάφορες εθνοτικές ομάδες (μερικές από τις οποίες δεν μιλούσαν την νάουατλ), οι οποίες θεωρούσαν ότι κατάγονταν από το μυθολογικό Αζτλάν (Aztlán). Στην γλώσσα νάουατλ, λέξη aztecatl σημαίνει «άνθρωπος από το Αζτλάν». Η σύγχρονη χρήση του όρου «Αζτέκος» καθιερώθηκε από τον Γερμανό φυσιοδίφη Αλεξάντερ φον Χούμπολτ (Alexander von Humboldt, 1769 - 1859) το 1810, για να περιγράψει όλους τους λαούς που σχετίζονταν μέσω εμπορίου, παραδόσεων, θρησκείας και γλώσσας με τους Μεσίκα και την Τριπλή Συμμαχία. Το 1843, μέσω του έργου του Αμερικάνου ιστορικού Ουίλιαμ Πρέσκοτ (William H. Prescott, 1796 - 1859), ο όρος «Αζτέκος» υιοθετήθηκε από την πλειονότητα του κόσμου, ανάμεσά τους και από όλους τους Μεξικανούς λόγιους, οι οποίοι με αυτόν τον τρόπο θέλησαν να ξεχωρίσουν τους σύγχρονους Μεξικανούς από τους Μεξικανούς προ της Ισπανικής κατάκτησης. Αυτή η χρήση έχει γίνει πεδίο διαμάχης τα τελευταία χρόνια, αν και ο όρος «Αζτέκος» παραμένει περισσότερο συνηθισμένος.
Επιμέλεια σελίδας: Φουντά Κόντου Ιωάννα